- βιοσύνθεση
- ητρόπος των οργανικών ενώσεων που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βι(ο)- — α συνθετικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος. Χρησιμοποιείται ως α συνθετικό σε πολλές λέξεις της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με τη ζωή ή τα έμβια όντα. Πρβλ. βιολόγος, βιομήχανος αρχ. βιαρκής, βιοδότης,… … Dictionary of Greek
αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… … Dictionary of Greek
γλυκοκορτικοειδή — Στεροειδείς ορμόνες με κύριους εκπροσώπους την κορτιζόλη και την κορτικοστερόνη. Η βιοσύνθεσή τους γίνεται στον φλοιό των επινεφριδίων με πρώτη ύλη τη χοληστερόλη, μέσω μιας διαδικασίας που είναι γνωστή ως στεροειδογένεση. Οι ορμόνες αυτές… … Dictionary of Greek
Κόρνφορθ, Τζον Γουόρκαπ — (John Warcup Cornforth, Σίδνεϊ 1917 –). Αυστραλός χημικός. Το 1937 αποφοίτησε με έπαινο από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, όπου και παρέμεινε για τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Χάρη σε μια υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της… … Dictionary of Greek
γλυκογένεση — η (βιοχημ.) η βιοσύνθεση της γλυκόζης από προϊόντα μεταβολισμού γλυκιδίων … Dictionary of Greek
μερκαπτοπουρίνη — η (φαρμ.) αλκυλιωτικός παράγοντας που δρα στη βιοσύνθεση τών νουκλεοτιδίων και χρησιμοποιείται ως κυτταροστατικό στη θεραπεία ορισμένων λευχαιμιών … Dictionary of Greek
πρωτεΐνη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι πρωτεΐνες εξαιρετικά πολύπλοκες ενώσεις που υπάρχουν σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και οι οποίες έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, ενώ υπεισέρχονται άμεσα στις θεμελιώδεις για τη ζωή χημικές διεργασίες 2. φρ. α) «ακυκλο … Dictionary of Greek
πυροφωσφορόλυση — η, Ν (βιοχ.) αντιστροφή τής αντίδρασης τής πολυμεράσης DNΑ, η οποία καταλύει τη βιοσύνθεση δεσοξυριβονουκλεϊνικών οξέων από δεσοξυριβονουκλεοζιτο τριφωσφορικά οξέα … Dictionary of Greek
σικιμικός — ή, ό, Ν φρ. «σικιμικό οξύ» χημ. κυκλική οργανική ένωση, υδροξυοξύ που εξάγεται από πάμπολλα φυτά και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη βιοσύνθεση, από τα γλυκίδια, φυσικών προϊόντων, παραγώγων τού βενζολίου, όπως λ.χ. τής φαινυλαλανίνης, τής… … Dictionary of Greek
σκουαλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, πολυακόρεστος υδρογονάνθρακας που ανήκει στην κατηγορία τών ισοπρενοειδών, περιέχεται σε πολλούς φυτικούς και ζωικούς ιστούς, όπως είναι λ.χ. το συκώτι τού καρχαρία, αποτελεί σημαντικό ενδιάμεσο προϊόν κατά τη… … Dictionary of Greek